ἄγροικα

ἄγροικα
ἄγροικος
dwelling in the fields
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάγροικος — η, ο [αγροικώ] 1. αυτός που δεν αγροικά, δεν υπακούει, ανυπάκουος, απειθής 2. ο μη κοινωνικός, ο δύστροπος 3. αυτός που δεν ακούγεται, αθόρυβος, σιωπηλός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”